ανεφοδίαστος

ανεφοδίαστος
η , ο [ος , ον ]
1) неснабжённый, необеспеченный; 2) незаправленный (о машине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανεφοδίαστος" в других словарях:

  • ανεφοδίαστος — η, ο αυτός που δεν εφοδιάστηκε, δεν διαθέτει εφόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • ανεφοδίαστος — η, ο αυτός που δεν πήρε εφόδια: Δυο μέρες τώρα ήταν ανεφοδίαστοι από τρόφιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακόσμητος — η, ο (Α ἀκόσμητος, ον) αδιακόσμητος, αστόλιστος αρχ. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος 2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος 3. ανεφοδίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»